- λακέρυζα
- λακέρυζα, ἡ (Α)1. (για πτηνό) αυτή που κρώζει δυνατά («οὐκ οἶσθ' ὅτι πέντ' ἀνδρῶν γενεὰς ζώει λακέρυζα κορώνη;», Αριστοφ.)2. (για σκύλα) αυτή που γαυγίζει, που υλακτεί.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός < λακερός].
Dictionary of Greek. 2013.